σπινέτα

σπινέτα
και σπινέττα, η, Ν
παλαιό έγχορδο μουσικό όργανο με πλήκτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spinetta, πιθ. από το όν. τού Giovanni Spinetti, Ιταλού κατασκευαστή αυτών τών οργάνων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Γκλουκ, Κρίστοφ Βίλιμπαλντ — (Christoph Willibald Gluck, Ερασμπάχ 1714 – Βιέννη 1787). Γερμανός μουσικοσυνθέτης. Ύστερα από μία ταραγμένη παιδική ηλικία, εγκαταστάθηκε στην Πράγα, όπου έλαβε ουμανιστική και μουσική μόρφωση. Η προτίμηση της εποχής προς το ιταλικό μελόδραμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”